-
1 ἐκ-κλάω
ἐκ-κλάω (s. κλάω), abbrechen; τὰ παλαιὰ τοῠ σώματος μέρη ἐκκεκλάσϑαι Plat. Rep. X, 611 d, τὸ ϑράσος ἐκκέκλασται, der Muth ist gebrochen, Plut. amat. 18.
1 ἐκ-κλάω
ἐκ-κλάω (s. κλάω), abbrechen; τὰ παλαιὰ τοῠ σώματος μέρη ἐκκεκλάσϑαι Plat. Rep. X, 611 d, τὸ ϑράσος ἐκκέκλασται, der Muth ist gebrochen, Plut. amat. 18.